διαβλητικός

διαβλητικός
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να διαβάλει, να συκοφαντήσει: Δε θέλω διαβλητικούς χαρακτήρες στην παρέα μας!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαβλητικός — art of calumny masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβλητικός — ή, ό (AM διαβλητικός, ή, όν) 1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός 2. αυτός μέσω τού οποίου γίνεται η διαβολή …   Dictionary of Greek

  • διαβλητικόν — διαβλητικός art of calumny masc acc sg διαβλητικός art of calumny neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβλητική — διαβλητικός art of calumny fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβλητικῶς — διαβλητικός art of calumny adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβλητικῆι — διαβλητικῇ , διαβλητικός art of calumny fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”